- αυτοκυβερνώμαι
- και -νιέμαικυβερνώμαι μόνος μου, έχω δική μου κυβέρνηση, είμαι αυτόνομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + κυβερνώμαι. Η λ. αυτοκυβερνάσθαι μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλκιόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιοκρατώ — ἰδιοκρατῶ, έω (Μ) αυτοκυβερνώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κρατώ] … Dictionary of Greek